- στατιστικός
- [статистикос] ουσ. а. статистик.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
στατιστικός — ή, ό, Ν 1. ο σχετικός με την μεθοδική συλλογή, κατάταξη και ερμηνεία τών φαινομένων τού φυσικού κόσμου ή διαφόρων εκδηλώσεων τού κοινωνικού βίου («στατιστική μελέτη») 2. το αρσ. ως ουσ. ο στατιστικός επιστήμονας ειδικευμένος στη στατιστική 3. το… … Dictionary of Greek
στατιστικός — ή, ό επίρρ. ά, αυτός που έχει σχέση με τη στατιστική: Από τους στατιστικούς πίνακες φαίνονται τα ποσοστά αύξησης των ανέργων. ο αυτός που ασχολείται με τη στατιστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οικονομετρία — Διεθνής όρος πλασμένος από τα ελληνικά, ο οποίος χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό κλάδου της οικονομικής επιστήμης, ο οποίος εφαρμόζει τις μεθόδους της οικονομικής ανάλυσης στα δεδομένα που προσφέρει η στατιστική, με σκοπό να δώσει την… … Dictionary of Greek
ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται … Dictionary of Greek
στατιστική — Επιστήμη, η οποία μελετά, χρησιμοποιώντας κατάλληλες μεθόδους έρευνας, τα ομαδικά, κοινωνικά ή φυσικά φαινόμενα, με σκοπό να συναγάγει νόμους που τα διέπουν. Χρησιμοποιώντας την επαγωγή και την απαγωγή, η σ. φροντίζει δηλαδή ν’ αναζητήσει και να… … Dictionary of Greek
δίδυμα — Βιολογική εξαίρεση του ανθρώπινου είδους που συνίσταται στη γέννηση δύο (ή περισσότερων: τρίδυμα κλπ.) ανθρώπινων όντων με έναν μόνο τοκετό. Η συχνότητα δίδυμων κυήσεων ποικίλλει σημαντικά από χώρα σε χώρα: o μέσος στατιστικός δείκτης κυμαίνεται… … Dictionary of Greek
Πιρλ, Ραϊμόνδος — (Pearl, 1879 – 1940). Αμερικανός βιολόγος, δημογράφος και στατιστικός. Σπούδασε στο κολέγιο Ντάρτμουθ και το 1902 έγινε διδάκτορας στο πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν, όπου δίδαξε ζωολογία. Την περίοδο 1907 1918 ήταν διευθυντής του τμήματος βιολογίας… … Dictionary of Greek
Χαλίμπερτον, Τόμας Τσάλντερ — (Haliburton, 1796 – 1865). Καναδός συγγραφέας. Ήταν κυρίως ευθυμογράφος και υπήρξε ο δημιουργός του Σαμ Σλικ, γυρολόγου ρολογά, του οποίου οι κωμικές περιπέτειες περιγράφονται με λεπτό χιούμορ σε σειρές ευθυμογραφημάτων τα οποία εκδόθηκαν από το… … Dictionary of Greek